- Αμφικτιονικος
- Ἀμφικτιονικόςпоздн. Ἀμφικτυονικός 3амфиктионийский
(ἱερά, δίκαι Dem.; ψηφίσματα Plut.; συνέδριον Diod.)
Ἀ. πόλεμος Dem. — война, объявленная по решению амфиктионии
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἱερά, δίκαι Dem.; ψηφίσματα Plut.; συνέδριον Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφικτιονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αμφικτιονία: Στα αμφικτιονικά συνέδρια έπαιρναν μέρος οι αντιπρόσωποι των συνδεμένων σε αμφικτιονία πόλεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
anfictiónico — anfictiónico, a (del gr. «amphiktionikós») adj. De la anfictionía o de los anfictiones. * * * anfictiónico, ca. (Del gr. ἀμφικτιονικός). adj. Perteneciente o relativo al anfictión o a la anfictionía … Enciclopedia Universal
αμφικτυονικός — ή, ό βλ. αμφικτιονικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
anfictiónico — anfictiónico, ca (Del gr. ἀμφικτιονικός). adj. Perteneciente o relativo al anfictión o a la anfictionía … Diccionario de la lengua española